υπειρέχω

υπειρέχω
Α
(ποιητ. τ.) βλ. υπερέχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”